- μαχητόν
- μαχητόςto be fought withmasc acc sgμαχητόςto be fought withneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μαχητός — ή, ό (Α μαχητός, ή, όν) αυτός τον οποίο μπορεί να πολεμήσει κάποιος («ἀργαλέον τε καὶ ἄγριον, οὐδὲ μαχητόν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. εκείνος τον οποίο μπορεί να αμφισβητήσει κανείς («μαχητό τεκμήριο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μάχη τού μέλλ. τού μάχομαι,… … Dictionary of Greek